- συζυγής
- -ές, ΝΑαυτός που έχει ζευχθεί, που έχει ενωθεί με άλλον, συνδεδεμένος με άλλοννεοελλ.1. μτφ. αυτός που βρίσκεται σε αναλογία, σε αντιστοιχία με άλλον, ανάλογος, παράλληλος2. φυσ.-χημ. χαρακτηρισμός διαδοχικών ομοιοπολικών χημικών δεσμών ανάμεσα σε περισσότερα από δύο άτομα τών οποίων τα ηλεκτρόνια ανήκουν στο σύνολο αυτών τών δεσμών3. φρ. α) «συζυγή σημεία»i) μαθημ. ζεύγος σημείων από τα οποία το ένα βρίσκεται στην πολική τού άλλουii) φυσ. σύστημα σημείων τέτοιο ώστε κάθε φωτεινή δέσμη η οποία εκπέμπεται από το ένα από αυτά να συγκλίνει στο άλλοβ) «συζυγείς μιγαδικοί αριθμοί»μαθημ. οι αριθμοί που διαφέρουν κατά το πρόσημο τού φανταστικού τους μέρους, όπως είναι λ.χ. οι 5/2ι, 5-2ιγ) «συζυγείς αλγεβρικές εξισώσεις»μαθημ. δύο αλγεβρικές εξισώσεις που περιέχουν την τετραγωνική ρίζα ενός αγνώστου με αντίθετο πρόσημοδ) «συζυγείς διάμετροι»μαθημ. (σε κωνική τομή) διάμετροι τών οποίων οι εφαπτόμενες στα άκρα τής μιας διαμέτρου είναι παράλληλες προς την άλλη διάμετροε) «συζυγή φύκη»βοτ. άλλη ονομασία για την κλάση φυκών ζυγνημαφύκηαρχ.1. νυμφευμένος, παντρεμένος2. ως ουσ. ὁ, ἡ συζυγήςο σύζυγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -ζυγής (< θ. ζυγ τού ζεύγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-ζύγ-ην), πρβλ. νεο-ζυγής, ομο-ζυγής].
Dictionary of Greek. 2013.